- κουφοξυλιά ή αφροξυλιά
- Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra.
Είναι φυλλοβόλο φυτό, με κοντό κορμό, που φθάνει σε ύψος τα 3 μ. και έχει, συνήθως, πολλαπλούς κλάδους που εκτείνονται ή είναι κυρτοί. Ο φλοιός παρουσιάζει αραιά και χοντρά φακίδια και είναι απαλός, καφέ χρώματος, ενώ σκληραίνει και σχηματίζει ρωγμές με την ηλικία. Τα φύλλα της κ. είναι αντίθετα, σύνθετα πτεροειδή, με 5 έως 11 ωοειδή και οδοντωτά φυλλάρια· τα φυλλάρια της βάσης είναι, συχνά, τρίλοβα. Τα άνθη εμφανίζονται κατά τον Ιούνιο-Ιούλιο, είναι μικρά, εύοσμα, λευκού χρώματος και σχηματίζουν, πολλά μαζί, επίπεδους σκιαδιόμορφους κορύμβους. Ωριμάζουν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο σε πολυάριθμες μικρές, σφαιρικές και μελανές ραγόμορφες δρύπες, οι οποίες είναι πολύ χυμώδεις· ο χυμός τους, με σκούρο ιώδες χρώμα, χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό κρασιών, δερμάτων, βαμβακερών υφασμάτων κλπ.
Οι φαρμακευτικές ιδιότητες των ανθών της είναι γνωστές από την αρχαιότητα, ιδίως για τη δραστική εφιδρωτική τους δράση. Εκτός από τα άνθη της, χρησιμοποιούνται και τα υπόλοιπα μέρη του φυτού στη φαρμακευτική: ο φλοιός της ως καθαρτικό και εμετικό, τα φύλλα της ως επουλωτικό και οι καρποί της ως εφιδρωτικό και διουρητικό. Η κ. καλλιεργείται επίσης στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Συγγενή είδη είναι το Sambucus ebulus, που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, είναι δύσοσμο και αποτελεί ένα ενοχλητικό και δύσκολα αντιμετωπιζόμενο ζιζάνιο, αλλά χρησιμοποιείται από την πρακτική ιατρική ως δραστικό διουρητικό, εφιδρωτικό και καθαρτικό, και το Sambucus racemosa, που συναντάται στη Σιβηρία, στην κεντρική Ευρώπη και στην Αφρική. Διαθέτει ωραίο, γυαλιστερό φύλλωμα και κόκκινους καρπούς, γι’ αυτό χρησιμοποιείται και ως καλλωπιστικό φυτό.
Καρποί κουφοξυλιάς, που βγάζουν χυμό, χρήσιμο ως χρωστικό στην οινοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.